< 1 ἀκταία
Ἀκταία >
2 ἀκταία
,
-ας, ἡ
1
mortero
Clearch.87, cf. ἀκτίτης.
2
bot.
hierba de San Cristóbal
,
Actaea spicata
L.
, Plin.
HN
27.43, cf. ἀκταῖος.